σχοινομέτρησις

σχοινομέτρησις
-ήσεως, ἡ, Α
καταμέτρηση, ιδίως εδαφικής έκτασης, που γίνεται με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + μέτρησις (< μετρῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχοινομέτρησιν — σχοινομέτρησις land survey fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”